- ιχθυολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιχθυολογία («ιχθυολογικές έρευνες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιχθυολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ιχθυολογία: Ιχθυολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)